ἐξᾶττον

ἐξᾶττον
ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω
rush forth
imperf ind act 3rd pl (attic doric aeolic)
ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω
rush forth
imperf ind act 1st sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξάττω — ἐξᾴττω (Α) [αττω] 1. αττ. τ. τού εξαΐσσω* 2. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το ἐξᾷττον η σφοδρότητα …   Dictionary of Greek

  • εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”